Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

-Αυτοί οι τύποι βρίσκονται μπροστά σε μία μεγάλη ήττα!

Aπό τον Θανάση Μαυρίδη Ο αστικός χώρος βρίσκεται μπροστά σε μία ιδεολογική και πολιτική ήττα. Διαχειρίστηκε την κρίση με τρόπο τέτοιον που η ιστορία δεν πρόκειται στο μέλλον να τον επαινέσει. Δεν είναι μόνο τα πέντε χρόνια της ύφεσης, η ανεργία σε ύψη ρεκόρ και η λαίλαπα των εξοντωτικών και άδικων φόρων. Είναι που δεν υπάρχει σχέδιο για την επόμενη ημέρα. Η ήττα θα είναι ακόμη μεγαλύτερη αν έρθει η αριστερά στην εξουσία και αρχίσει να κάνει όλα εκείνα τα "νεοφιλελεύθερα" που δεν τόλμησαν οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Δεν πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να κάνει στο τέλος τα αυτονόητα. Όχι επειδή η ηγετική του ομάδα δεν θα το ήθελε, αλλά διότι οι εσωτερικές αντιδράσεις θα είναι τέτοιες που θα εξαφανίσουν οποιαδήποτε διάθεση ενός ιστορικού συμβιβασμού με τη λογική. Κι είναι σαφής η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να έρθει πιο κοντά σε αυτό που λέμε κατεστημένο, αναγνωρίζοντας, προφανώς, ότι αυτό είναι ένα αναγκαίο βήμα για να μπορέσει να πλησιάσει εκλογικά ποσοστά αυτοδυναμίας. Από την άλλη πλευρά τα στελέχη του κόμματος δεν μπορούν να "χωνέψουν" τόσο γρήγορα αυτή την μεταστροφή και σε έναν βαθμό έχουν δίκιο! Για παράδειγμα, ένας φιλελεύθερος, τον οποίο και θεωρούν πολιτικό τους αντίπαλο, ο οποίος εξ ορισμού θέλει τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας δεν θα πρόσφερε τις υπηρεσίες του τόσο απλόχερα στην κοινότητα του Αγίου Όρους. Ο επαναστάτης κ. Τσίπρας το έκανε, θυμίζοντας τις πιο λαμπρές στιγμές της λαϊκής δεξιάς. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να "χωνευτεί" εύκολα από το στελεχιακό δυναμικό των ακροαριστερών συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι δεν το πιστεύω εγώ και μερικοί ακόμη ότι ο Αλέξης δεν πρόκειται να ξεχάσει το αριστερό παρελθόν του και να αγνοήσει τις φωνές των συντρόφων του, δεν σημαίνει ότι έχουμε και δίκιο! Η ζωή πολλές φορές μας κάνει φάρσες. Όπως εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου που ξεκίνησε με το "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο" για να γίνει από τα πιο αγαπημένα παιδιά του συστήματος. Το ίδιο έπαθε την δεκαετία του 1980 η Νέα Δημοκρατία με αυτό που κινδυνεύει να πάθει και σήμερα. Δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα πόσο επικίνδυνος ήταν ο αντίπαλός του και νόμισε ότι θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει με συνθήματα που θύμιζαν στους Έλληνες την εποχή του Εμφυλίου. Το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχήσει το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκηνή και η Νέα Δημοκρατία να εμφανίζεται μόνο στα... διαλείμματα! Ίσως γιατί κανείς δεν σκέφτηκε ότι οι Έλληνες δεν ήθελαν καν να ακούσουν για τον Εμφύλιο... Κατά τον ίδιο τρόπο στη ρητορική που χρησιμοποιούν σήμερα στην Νέα Δημοκρατία λείπει και πάλι η φρεσκάδα. Επίσης, λείπουν από την πολιτική της οι προτάσεις, η αίσθηση της δημιουργίας, της καινοτομίας. Η Νέα Δημοκρατία μυρίζει παλαιοκομματισμό. Θυμίζει, δηλαδή, τις αιτίες που οδήγησαν την χώρα στην χρεοκοπία. Αν συνεχίσουν τον ίδιο δρόμο δεν θα έχουν ελπίδες να διεκδικήσουν πολλά πράγματα. Και φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: Πως είναι δυνατόν αυτό το πολιτικό προσωπικό, τις δυνατότητες του οποίου γνωρίζουμε, να μπορέσει να δώσει κάτι περισσότερο από αυτό που ήδη μας έχει προσφέρει; Αυτή την αίσθηση του επαρχιώτικου παραγοντισμού που πνίγει οτιδήποτε τείνει να ξεπεράσει την μετριότητα που αναδύει; Η απάντηση είναι ότι ο τρόπος λειτουργίας ενός οποιουδήποτε οργανισμού καθορίζεται από την ηγεσία του. Ο κ. Σαμαράς έχει επιτρέψει να συμβούν τα όσα έχουν τραυματίσει την εικόνα του κόμματός του. Μπορεί να τα κατάφερε να χειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την σχέση του με το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τα εσωτερικά του θέματα. Σε ένα κόμμα που με το παραμικρό ο ένας λέει το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του, δεν είναι το καλύτερο δυνατό σε περιόδους ιδιαίτερα κρίσιμες, σαν την σημερινή. Δεν υπάρχει όμως μόνο θέμα πειθαρχίας. Το σημαντικότερο είναι ότι η κυβέρνηση Σαμαρά βρίσκεται μόνιμα στην άμυνα! Δεν έχει περάσει μέχρι σήμερα ούτε μία φορά στην επίθεση. Να δεσμευτεί για κάτι δημιουργικό στον ελληνικό λαό, να αποκτήσει ο κόσμος την ελπίδα για έξοδο από την κρίση. Με άλλα λόγια να υπάρξει μία ρεαλιστική πολιτική που να υπόσχεται πράγματι μία άλλη κατάσταση από αυτή που έχουμε γνωρίσει στα πέντε τελευταία χρόνια της ύφεσης.