ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
μασία να αποκτήσει η χώρα πολιτικούς οι οποίοι να έχουν αυτό που λέμε επίπεδο και να μην είναι τσιρώνηδες και πολιτικοί κατσιαπλιάδες όπως η πλειοψηφία όσων βρίσκονται στη βουλή σαν εκπρόσωποί μας. Πρέπει επιτέλους να αρχίσουμε να ντρεπόμαστε σαν λαός γι αυτούς που ψηφίζουμε και οι οποίοι στην συνέχεια μας κυβερνούν. Οτι και να προσάψει κανείς στον Βενιζέλο δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι είναι ο πιο επιφανής λόγω των γνώσεων και της επάρκειας πολτικός που διαθέτει η χώρα. Να παρακολουθείτε τον Βενιζέλο και ας μην τον ψηφίζετε. Ας είναι ο Βενιζέλος το μέτρο σύγκρισης για τους υπόλοιπους. Μόνο έτσι θα συνειδητοποιήσετε ότι η βουλή στερείτε Βενιζέλους ενώ περισσεύουν οι κατσιαπλιάδες.
Κουρδιστό Πορτοκάλι
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλουστην εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοιχτή Κοινωνία
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας: Η κατάσταση σήμερα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις*
Κυρίες και Κύριοι,
ευχαριστώ θερμότατα την Κίνηση Πολιτών και προσωπικά τον Πρόεδρό της τον πρέσβη κ. Ιωάννη Ζέπο για την μεγάλη τιμή να με καλέσει να είμαι σήμερα ο κεντρικός ομιλητής με την ευκαιρία της Γενικής της Συνέλευσης.
Βεβαίως, η πρόσκληση ήταν αρκετά επώδυνη και ριψοκίνδυνη γιατί τα ζητήματα που αφορούν στην εξωτερική πολιτική με πολύ μεγάλη δυσκολία τίθενται δημοσίως, ιδίως μέσα σε μια συγκυρία που είναι γεμάτη από νέα δεδομένα, προκλήσεις και εντάσεις.
Θα σας εκθέσω λοιπόν τις απόψεις μου με ορισμένους αυτοπεριορισμούς οι οποίοι είναι προφανείς και αυτονόητοι, και θα προσπαθήσω να ισορροπήσω, όπως συνάγεται από τη φύση του θέματος, ανάμεσα στις κοινοτοπίες οι οποίες είναι εν μέρει αναπόφευκτες, και ζητάω εκ προοιμίου συγγνώμη για αυτό, και ορισμένους αναστοχασμούς που θέλω να διατυπώσω σε ένα ακροατήριο αυτού του επιπέδου.
Α. Τι καθορίζει την εξωτερική πολιτική κάθε χώρας;
Τι καθορίζει, λοιπόν, την εξωτερική πολιτική κάθε χώρας; Ας αρχίσουμε από την πιο βαριά κοινοτοπία. Η Γεωγραφία και η Ιστορία από τη μία μεριά και η συγκυρία με τις διακυμάνσεις της από την άλλη μεριά, όπως είναι, για παράδειγμα, η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, οι ασύμμετρες απειλές, οι ανοιχτοί πόλεμοι, πολύ κοντά στην περιοχή μας, που αυτή τη στιγμή αναρριπίζονται. Βέβαια, πίσω από αυτό το τρίπτυχο γεωγραφία – ιστορία – συγκυρία κρύβονται πάντοτε πολύ βαθύτερα προβλήματα, ιδεολογικά ή ιδεοληπτικά, προβλήματα εθνικής αυτοπρόσληψης που αφορούν τις εθνικές ταυτότητες, πολιτιστικές, θρησκευτικές, αναπτυξιακές, θεσμικές, τις περιφερειακές ταυτότητες, βέβαια – η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι για παράδειγμα μια πολύ ισχυρή περιφερειακή ταυτότητα για την Ελλάδα. Αλλά η εθνική αυτοπρόσληψη είναι ένα πολύ ευρύτερο φαινόμενο, δυναμικό, γιατί δεν αφορά μόνο την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας με την στενή έννοια του όρου, αλλά τον ρόλο της χώρας, την αντίληψη περί απειλών και προτεραιοτήτων, στην πραγματικότητα την κρατούσα αντίληψη για τη διεθνή κοινωνία και την λειτουργία της, και για τη θέση της χώρας μέσα στη διεθνή κοινωνία, τους συσχετισμούς, τη δυνατότητα μεταβολής των συσχετισμών. Άρα, η εξωτερική πολιτική καλείται συνεχώς να αντιπαλεύει με στερεότυπα, με ψευδαισθήσεις, με μύθους, καταγωγικούς, εθνικούς. Αυτό επιβάλλει μια εγρήγορση διανοητική και πολιτική και έναν τρόπο διατύπωσης των θέσεων που δεν είναι καθόλου εύκολος και πολλές φορές κινδυνεύει να κατηγορηθεί γιατί το κλίμα μέσα στο οποίο διεξάγεται η συζήτηση είναι πάντοτε επιβαρυμένο από κακώς εννοούμενους υπερπατριωτισμούς ή από εθνικολαϊκιστικές εκλάμψειςοι οποίες τώρα έχουν πάλι βρει ένα πάρα πολύ πρόσφορο έδαφος.
Η δεύτερη παρατήρησή μου είναι ότι η εξωτερική πολιτική είναι απολύτως συναρτημένη, όπως ήδη το είπαμε, με την πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Άρα, στον πυρήνα της στην πραγματικότητα βρίσκεται το αμυντικό δόγμα της χώρας, που συνδέεται με την αντίληψή μας για την στρατιωτική ισχύ, άρα μιλάμε πάντα για μια ενοποιημένη προσέγγιση, τώρα πλέον εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, τόσο συμβατικής με την αστυνομική και στρατιωτική έννοια του όρου, όσο και ψηφιακής γιατί η κυβερνοασφάλεια είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, όπως δείχνει και η τρέχουσα υπόθεση της Cambridge Analytica.
Βεβαίως η εξωτερική πολιτική νοούμενη ως σημαντικό κεφάλαιο της εθνικής στρατηγικής συνδέεται με όλους τους παράγοντες της εθνικής ισχύος, άρα και με παράγοντες που δεν ανήκουν στενά στο κεφάλαιο της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, όπως είναι η οικονομική κατάσταση, η κοινωνική συνοχή, η πολιτική σταθερότητα, η θεσμική σταθερότητα και, βεβαίως, η δημογραφική δυναμική. Ξέρετε όλοι ότι την περίοδο της λεγόμενης Μικρασιατικής Εκστρατείας ο ελλαδικός πληθυσμός ήταν της τάξεως των επτά εκατομμυρίων και ο πληθυσμός στην τότε καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν της τάξεως των δεκατριών εκατομμυρίων και το 1974, την περίοδο της εισβολής στην Κύπρο, η Ελλάδα είχε φθάσει τα περίπου δέκα και κάτι εκατομμύρια, ενώ η Τουρκία είχε έναν πληθυσμό περίπου τριάντα τριών εκατομμυρίων. Γνωρίζετε ποια είναι τα σημερινά δημογραφικά δεδομένα και η δυναμική για να έχουμε και μια αίσθηση των δημογραφικών συσχετισμών στο πιο κρίσιμο παράδειγμα που είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η τρίτη παρατήρηση αφορά τους δύο μεγαλύτερους ίσως παράγοντες που επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική κάθε χώρας και τη δική μας όσο κι αν αρνούμεθα να το συνειδητοποιήσουμε πολλές φορές. Το επίπεδο δημοκρατίας και το επίπεδο ανάπτυξης. Όταν αναφέρομαι στο επίπεδο ανάπτυξης αναφέρομαι σε όλα, στη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στην ανταγωνιστικότητα, στο κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα, στον βαθμό ενσωμάτωσης της χώρας στις αγορές και την παγκόσμια οικονομία. Αυτά τα έχουμε ζήσει τα τελευταία δέκα χρόνια με πολύ επώδυνο τρόπο και έχει δημιουργηθεί τώρα μια υστέρηση που είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί με την ταχύτητα και την πληρότητα που θέλουμε. Το δε επίπεδο δημοκρατίας δεν αφορά τους τυπικούς θεσμούς, τον τυπικό ορισμό, δηλαδή τις ελεύθερες περιοδικές εκλογές και τον πλουραλισμό, αλλά αφορά εξίσου σημαντικά πράγματα που βρίσκονται στον πυρήνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η σχέση φιλελεύθερης δημοκρατίας ή αυταρχικής δημοκρατίας ή ολοκληρωτισμού και εξωτερικής πολιτικής είναι ένα πολύ συζητημένο κεφάλαιο της θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Άρα, όταν μιλάμε για επίπεδο δημοκρατίας μιλάμε οπωσδήποτε και για το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τα θεσμικά αντίβαρα, για τον ρόλο της αντιπολίτευσης, τον ρόλο των ΜΜΕ, τον ρόλο του διαδικτύου.
Ας σταματήσω εδώ τις κοινοτοπίες. Άρα θα μιλήσουμε συνολικά για τη διεθνή θέση της χώρας σε όλους τους πυλώνες, στην οικονομία, στην ασφάλεια, στους πολιτικούς συσχετισμούς και για τη διεθνή εικόνα της χώρας, για το brand name, για τα ερείσματά της, για τα δίκτυά της τα οποία έχουν και αυτά την σημασία τους. Μικρότερη ίσως από ό,τι υποθέτουμε δια γυμνού οφθαλμού, όπως είναι το δίκτυο της διασποράς, του φιλελληνισμού, η πολιτιστική ακτινοβολία, ο μνημειακός πλούτος, τα δίκτυα της Ορθοδοξίας, το Ολυμπιακό Κίνημα, η τουριστική πολιτική. Υπάρχουν διεθνείς, περιφερειακοί και διμερείς συσχετισμοί που δύσκολα επηρεάζονται από όλα αυτά στα οποία αποδίδουμε πολύ μεγάλη, ρητορική συνήθως σημασία.
Και, βέβαια, όλα αυτά καταλήγουν στο φρόνημα της κοινωνίας, δηλαδή, στην κρατούσα κοινωνική αντίληψη για την εξωτερική πολιτική και την εθνική ταυτότητα. Υπάρχει μια κλίμακα συμπεριφοράς που ξεκινάει από τον ρητορικό πατριωτισμό, οδεύει στη δημαγωγία στην εξωτερική πολιτική, μεταβαίνει στον εθνικολαϊκισμό και μετά υπάρχουν κράτη – η Ελλάδα δεν αποφεύγει εξ ορισμού τους κινδύνους αυτούς- που μέσω του εθνικολαϊκισμού και της ρατσιστικής, εθνικιστικής και ξενοφοβικής ρητορείας οδηγούνται σε επιλογές που τα καθιστούν παρίες μέσα στη διεθνή πολιτική. Άρα έχει σημασία να δούμε ποιο είναι το πραγματικό κριτήριο κυρίως σε σχέση με τη διάθεση και το φρόνημα της κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου, το πραγματικό κριτήριο – για να αρχίσουμε λίγο να αναστοχαζόμαστε – είναι η διάθεση ανάληψης πολεμικού κινδύνου. Με την έννοια του κινδύνου θανατηφόρων αποτελεσμάτων για τον πληθυσμό και ιδίως για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ο πατριωτισμός εκ του ασφαλούς και για εσωτερική κατανάλωση είναι μια πολύ επικίνδυνη και ρηχή υπόθεση, ενώ ο πραγματικός και σύγχρονος πατριωτισμός προϋποθέτει γνώση και ικανότητα αναδιαμόρφωσης των συσχετισμών προκειμένου να βελτιωθεί η θέση της χώρας, χωρίς να μετακυλίονται τα προβλήματα στις επόμενες γενιές. Γιατί, έχουμε πολλές φορές την αίσθηση ότι τα μετακυλίουμε κάτω από το χαλί και τα εξωραΐζουμε, ενώ στην πραγματικότητα τα μεταθέτουμε στις επόμενες γενεές. Και, ήδη, οδεύουμε με αυστηρά δημογραφικά κριτήρια, από τη Μεταπολίτευση και μετά, στο να κλείνουμε τη δεύτερη γενιά.
Β. Ελληνική εξωτερική πολιτική: το θεμελιώδες κεκτημένο της μεταπολίτευσης.
Τώρα, στην ελληνική, πια, εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας, νομίζω ότι καταγράφεται το σημαντικότερο, το θεμελιώδες κεκτημένο της μεταπολίτευσης. Γιατί, μετά το 1974, ελήφθησαν οριστικές ιστορικές αποφάσεις για τον δυτικό και ευρωπαϊκό χαρακτήρα της χώρας. Και, μάλιστα, αυτές ελήφθησαν στην αρχική φάση, μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονα αντιδυτική, κυρίως αντιαμερικανική και δευτερευόντως αντιευρωπαϊκή αν θυμηθούμε ή μελετήσουμε την εποχή, λόγω, βεβαίως, της εμπειρίας της δικτατορίας και των γεγονότων στην Κύπρο, της εισβολής και της νωπής τότε κατοχής του βορείου τμήματος.
Ας θυμηθούμε ότι την εποχή εκείνη έχουμε υπό την πίεση της κοινής γνώμης και του φρονήματός της, αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ σχεδόν ταυτόχρονα με την Μεταπολίτευση. Και λίγο μετά, την ημέρα που τέθηκε σε ισχύ το μεταπολιτευτικό δημοκρατικό Σύνταγμα της χώρας, δηλαδή στις 11 Ιουνίου του 1975, την υποβολή της αίτησης ένταξης της χώρας στις τότε ευρωπαϊκές κοινότητες ως πράξη αμιγώς πολιτική και για λόγους πρωτίστως ασφάλειας. Σας θυμίζω ότι στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ επέστρεψε η χώρα επί κυβερνήσεως Γεωργίου Ράλλη το 1980, χωρίς ποτέ να βρούμε το Status Quo Ante, δηλαδή τα δεδομένα του 1974 σε θέματα που αφορούν στα όρια της επιχειρησιακής ευθύνης, τη δομή διοίκησης και τη δομή δυνάμεων και τότε είχαμε όλα αυτά τα φαινόμενα που τα αντιμετωπίζουμε διαρκώς μέχρι ήμερα τους Luns rules, τις οδηγίες για το Αιγαίο, μέχρι το 2011 όποτε έχουμε μια σημαντική μεταβολή στην δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ.
Σταδιακά διαμορφώθηκε αυτό που ονομάζω ενιαία εθνική γραμμή Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου. Διότι, στην πραγματικότητα οι αντιθέσεις, αλλά τελικά οι συμπτώσεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες προσωπικότητες της Μεταπολίτευσης μας οδήγησαν σε αυτό το σημαντικό εθνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης.
Ο δυτικός χαρακτήρας της χώρας στην πρώτη μεταπολιτευτική φάση έπρεπε να πιστοποιηθεί υπό συνθήκες ύστερου ψυχρού πολέμου και βεβαίως υπήρχαν εσωτερικά αντίβαρα. Η καλή σχέση με τον αραβικό κόσμο και ιδίως με τους Παλαιστινίους και οι δισταγμοί και οι αγκυλώσεις σε σχέση με το Ισραήλ κοκ. Αλλά, και ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας στην πρώτη μεταπολιτευτική φάση με το αίτημα ένταξης και την ένταξη, την υπογραφή της Συνθήκης των Αθηνών, συνδυαζόταν με ένα μόνιμο αίσθημα περιφερειακής θέασης του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Βεβαίως, στη συνέχεια αυτή η περιφερειακή αυτοτοποθέτηση της χώρας σε σχέση με τον πυρήνα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικαταστάθηκε από μια αρκετά καλή αίσθηση της σημασίας που έχει η μόνιμη διακυβερνητική διαπραγμάτευση και ο ρόλος μιας χώρας που είναι καθαρός λήπτης στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Αργότερα, αυτά κατέληξαν στην ένταξη στην Ευρωζώνη και στον αγώνα για την πάση θυσία παραμονή στο Ευρώ από το 2010 έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης περιπέτειας του πρώτου εξαμήνου του 2015 και του δημοψηφίσματος.
Υφέρπει βεβαίως πάντα η σταθερή παράμετρος της ιδιοσυστασίας, όπως λέγεται, και δεν αναφέρομαι μόνο στις ορθόδοξες ταυτότητες και στις αντίστοιχες ψευδαισθήσεις, αλλά αναφέρομαι και στην συχνά αμήχανη στάση που την βλέπουμε να ξαναεμφανίζεται τώρα, απέναντι στην καμπύλη των σχέσεων αρχικά Σοβιετικής Ένωσης και Δύσης και στη συνέχεια Ρωσίας και Δύσης.
Τα βασικά επεισόδια της φάσης αυτής δεν χρειάζεται να σας τα θυμίσω, τα γνωρίζετε, είναι πολλά και πυκνά και εμφανίζονται σχεδόν ανά δεκαετία. Το μεγάλο επεισόδιο του 1976 που μας οδηγεί στο Πρωτόκολλο της Βέρνης, η ανακήρυξη του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα το 1983, η κρίση με το Πίρι Ρέις στη θέση Μπάμπουρας το 1987 που μας οδηγεί στο Νταβός και μετά στις συμφωνίες της Βουλιαγμένης και στο Μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ. Ας παρεμβάλλω και την πολιτική διακήρυξη περί άρσης του εμπολέμου με την Αλβανία το 1987 γιατί και αυτό αποκτά ξαναν μια επικαιρότητα.
Και μετά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το μεγάλο ιστορικό σοκ της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και της διάλυσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Δηλαδή βρισκόμαστε αντιμέτωποι στην πραγματικότητα με την ελληνική αμηχανία λόγω ενός αδιευκρίνιστου φιλοσερβισμού. Η Ελλάδα διεξάγει έναν πόλεμο δια αντιπροσώπου απέναντι στο δυτικό πρότυπο, ένα proxy war, με μια αίσθηση εκλεκτικής συγγένειας και προνομιακών σχέσεων που δεν είναι αυτονόητη ούτε ιστορικά, ούτε διεθνοπολιτικά και προκύπτει η διένεξη για το όνομα της πΓΔΜ.
Η Ελλάδα λοιπόν στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο είναι μια χώρα δυτική, χώρα μέλος του ΝΑΤΟ χωρίς αστερίσκους, χώρα της ΕΕ που θέλει να ανήκει στην πρώτη ταχύτητα για αυτό καθίσταται και χώρα της ζώνης τους ευρώ, με πρόσθετες περιφερειακές ταυτότητες όπως είναι ο ευρωπαϊκός νότος, τα Βαλκάνια, η Μεσόγειος, η επίτιμη ταυτότητα της παρευξήνιας συνεργασίας, αλλά με ασαφή όρια μεταξύ ρεαλισμού και αυτοτροφοδοτούμενης ρητορικής στο ζήτημα των περιφερειακών ταυτοτήτων. Ποτέ δεν έχουμε κάνει μια σοβαρή, ρεαλιστική ανάλυση των περιφερειακών ταυτοτήτων. Βεβαίως είμαστε μια χώρα χωρίς αποικιακό παρελθόν μέσα στην ΕΕ, για όποια σημασία έχει αυτό.
Γ. Οι δεκατρείς βασικές παραδοχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Φτάνουμε έτσι, ήδη από τη δεύτερη φάση, πριν μπούμε στην τρίτη που ακόμη τη ζούμε, στις δεκατρείς βασικές παραδοχές της μεταπολιτευτικής εξωτερική πολιτικής.
Η πρώτη είναι η Ευρώπη, με ότι αυτό σημαίνει και για τον πυλώνα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και για τη σχέση ΕΕ και ΝΑΤΟ και για τη σχέση της Κύπρου με το ΝΑΤΟ, αλλά και της Τουρκίας με την ΚΕΠΠΑ, ως ανάμνηση της παλαιάς συμμετοχής της στην Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.
Η δεύτερη επιλογή είναι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ως σχέσεις εταιρικού και στρατηγικού χαρακτήρα χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Η τρίτη επιλογή είναι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ χωρίς ενοχές, αλλά σε αναζήτηση του status του 1974.
Η τέταρτη και κρισιμότερη κατά τη γνώμη μου επιλογή είναι μια ολόκληρη μέθοδος που έχει προκύψει, εκ των πραγμάτων, στη διαχείριση του χρόνου στις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας. Που διακρίνεται βεβαίως από τη μετάθεση στο μέλλον της αντιμετώπισης των θεμάτων με την επιλογή της στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και αναμένοντας αυτή να διαμορφώσει ένα πιο πρόσφορο πλαίσιο, ενώ διαμορφώνεται ένα pattern τουρκικών ενεργειών και θερμών επεισοδίων στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Η πέμπτη επιλογή είναι ότι σταθερά δηλώνουμε πως το Κυπριακό είναι η πρώτη προτεραιότητα και αυτό αποδείχθηκε όταν θέσαμε ως στόχο την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ που επιτεύχθηκε επί κυβερνήσεως Κώστα Σημίτη συνδέοντας την ένταξη της Κύπρου με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και επιτυγχάνοντας την παρά την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν στο σχετικό δημοψήφισμα.
Η έκτη επιλογή είναι ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου στα όρια του «λεγκαλισμού», που σημαίνει ότι μια ολόκληρη γενιά διαμορφωτών κοινής γνώμης ακόμη και επαγγελματιών, διπλωματών, στρατιωτικών και πολιτικών βεβαίως, πολύ περισσότερων πολιτών, έχει διαπαιδαγωγηθεί με μία κάπως μυθική αντίληψη περί διεθνούς δικαίου. Υπάρχει αυτή η αντίληψη ότι μπορούμε όλα να τα λύσουμε με ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα. Και ότι εξ ορισμού και αυταποδείκτως το διεθνές δίκαιο είναι στο πλευρό της Ελλάδος, όπως αυταποδείκτως ο Θεός είναι Φιλέλλην.
Η έβδομη επιλογή είναι η Ελλάδα ως μη αναθεωρητική δύναμη στα Βαλκάνια, με υπερέχουσα έως αλαζονείας θέση λόγω οικονομικής ισχύος και δυτικής ταυτότητας, ως παλαιό μέλλον του ΝΑΤΟ και της ΕΕ αλλά με αρκετές αμηχανίες ως προς την Αλβανία, το Κόσσοβο, και βέβαια ανοιχτό από το 1992 το ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ. Ακόμη και τώρα βέβαια το μειωμένο κατά 27% ελληνικό ΑΕΠ μετά την κρίση, είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα του ΑΕΠ όλων των χωρών των δυτικών Βαλκανίων.
Η όγδοη επιλογή είναι οι φιλικές έως εταιρικές σχέσεις με τη Ρωσία, με δεδομένη βέβαια τη δυτική, ευρωπαϊκή και νατοϊκή θέση της Ελλάδας, με όριο, που δυσκολεύεται βέβαια κάποιες φορές να παρακολουθήσει η χώρα μας, τις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ με τη Ρωσία.
Η ένατη επιλογή είναι η διατήρηση της μεσογειακής διάστασης, όχι μόνο λόγο ευρωπαϊκού νότου. Κυρίως λόγω Κύπρου, αλλά αυτό δεν το συνδέουμε απολύτως με τη μεσογειακή διάσταση της χώρας.
Η δέκατη επιλογή είναι οι καλές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, με μία σταδιακή αλλά προφανή μετακίνηση από το παλαιστινιακό προς την Αίγυπτο και σε δεύτερο βαθμό προς τον Κόλπο.
Η ενδέκατη επιλογή είναι η ταχεία βελτίωση και σύσφιξη των σχέσεων με το Ισραήλ και η ανάπτυξη τριγωνικών σχέσεων με την Κύπρο .
Η δωδέκατη επιλογή είναι το άνοιγμα και η καλλιέργεια οικονομικών σχέσεων με την Κίνα, χωρίς να μας έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως το στρατηγικό σχήμα των σχέσεων Κίνας – ΕΕ, και πιο συγκεκριμένα η παρουσία της Κίνας συνολικά στην ΝΑ Ευρώπη.
Και η δέκατη τρίτη επιλογή είναι η έμφαση στην ενεργειακή διπλωματία, η αξιοποίηση των φυσικών πόρων, οι τριγωνικές σχέσεις με τη συμμετοχή της Κύπρου και η διπλωματία των αγωγών.
Τα βασικά επεισόδια της δεύτερης μεταπολιτευτικής φάσης τα γνωρίζετε καλύτερα από μένα. Θα ξεκινήσω με την κύρωση της Συνθήκης για το δίκαιο της Θάλασσας το 1994 και το casus belli, τα Ίμια το 1996, και την αλληλουχία των γεγονότων, δηλαδή ανακοινωθέν Μαδρίτης, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Λουξεμβούργου, συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι, το επεισόδιο Οτσαλάν, το επεισόδιο με τους S- 300, οι οποίοι έχουν καταλήξει ως υποστρατηγικό όπλο στην Κρήτη.
Η τρίτη μεταπολιτευτική φάση ταυτίζεται με την οικονομική κρίση και τις νέες δοκιμασίες της ευρωπαϊκής και της δυτικής πολιτικής. Δεν θα ξεκινήσω από τις ασύμμετρες απειλές μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ούτε από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, αλλά από την Αραβική Άνοιξη, από τον κύκλο των εμφυλίων πολέμων, από τα γεγονότα που συνδέονται με το μεταναστευτικό και το προσφυγικό στη Μεσόγειο, και βέβαια αναγκαστικά διασταυρωνόμαστε με την κρίση στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και τα πολεμικά γεγονότα στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας.
Αυτό όλο το σκηνικό επηρεάζει βεβαίως πολύ περισσότερο την Τουρκία, κι ως εκ τούτου επηρεάζει και εμάς. Εμείς όμως δεν το εισπράττουμε τόσο σε σχέση με την Τουρκία. Το εισπράττουμε πολιτικά σε σχέση με την υποχρέωση συμμόρφωσής μας στις πολιτικές κυρώσεων οι οποίες ισχύουν όλη αυτή την περίοδο με τα τρία συστήματα κυρώσεων, δηλαδή το σύστημα ΟΗΕ, το σύστημα ΗΠΑ, και το σύστημα της ΕΕ.
Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει τους αλλεπάλληλους γύρους των διερευνητικών επαφών Ελλάδος – Τουρκίας, από το 2002 έως σήμερα, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τις τακτικές συνομιλίες για τα αεροναυτικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, και τις πολιτικές διαβουλεύσεις κυρίως σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών. Βεβαίως πρέπει να παρακολουθούμε και να θυμόμαστε την καμπύλη του κυπριακού και ιδίως τη φάση του σχεδίου Ανάν και τη φάση του Crans-Montana το 2017.
Το να λέμε ύστερα από όλα αυτά ότι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας είναι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ τελεία, είναι προφανώς ανεπαρκές. Διότι, πρώτον, υπάρχει κρίση ταυτότητας της δυτικής πολιτικής, κρίση ταυτότητας της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών λόγω Τράμπ αλλά και κρίση προσανατολισμού της ΕΕ λόγω της πολιτικής δυστοκίας στη Γερμανία. Η αμηχανία στην Αμερική ανατρέπει ένα βασικό δεδομένο της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας που ισχύει από το 1918 στην πραγματικότητα- από την ύστερη φάση του πρώτου παγκοσμίου πολέμου- οπότε και το ευρωπαϊκό πρόβλημα ασφάλειας γίνεται ανοιχτά ευρωαμερικανικό. Κρίση επίσης του ρόλου του ΝΑΤΟ, λόγω της αμηχανίας της διοίκησης Τράμπ. Άρα χρειαζόμαστε και άλλα στοιχεία. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η πολιτική μιας χώρας στον ευρωπαϊκό Νότο, μιας χώρας Βαλκανικής και Μεσογειακής, μιας χώρας υπό συνθήκες βαθιάς και μακράς οικονομικής κρίσης, με υψηλό βαθμό εξάρτησης από τους ευρωπαίους εταίρους, και μιας χώρας στην πρώτη γραμμή των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών.
Δ. Τι συνιστά εθνικό θέμα ;
Και κυρίως μιας χώρας που έχει αυτόν τον βαρύ κατάλογο ανοιχτών εθνικών θεμάτων, όπως λέμε. Θεμάτων που αναζωπυρώνονται. Πρόκειται, για να επιχειρήσω έναν ορισμό και μια εκλογίκευση, για έναν κατάλογο θεμάτων όχι απλώς συμβολικού ή ιστορικού βάρους, ούτε για έναν κατάλογο θεμάτων κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων και άρα εθνικής αξιοπρέπειας – όλα αυτά είναι ούτως ή άλλως πάρα πολύ σημαντικά. Αλλά πρόκειται και για έναν κατάλογο θεμάτων εθνικής και περιφερειακής ασφάλειας και έναν κατάλογο θεμάτων συνδεόμενων με τις δυνατότητες και προοπτικές αξιοποίησης φυσικών πόρων, δηλαδή εθνικού πλούτου. Άρα είναι αρκετά σύνθετη η περιγραφή της έννοιας «εθνικό θέμα». Περισσότερο από ότι φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού.
Την παρούσα κατάσταση στα εθνικά θέματα δεν χρειάζεται, υποθέτω, να σας την περιγράψω. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά τι συμβαίνει στο κυπριακό, κυρίως μετά την αποχώρηση του γεωτρύπανου της ΕΝΙ, και τις τελευταίες εξαγγελίες Ερντογάν μετά την απόκτηση του τουρκικού γεωτρύπανου. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν δεδηλωμένο τουρκικό αναθεωρητισμό. Ενώ μέχρι πριν από λίγο το βασικό κοινό στοιχείο της ελληνικής και της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ο μη αναθεωρητισμός στον χερσαίο νοτιοανατολικό-ευρωπαϊκό χώρο. Υπήρχαν προβλήματα στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, αλλά στην χερσαία περιοχή ήταν μια μη αναθεωρητική χώρα η Τουρκία. Ενώ τώρα τίθενται μετ’ επιτάσεως ζητήματα Λωζάνης για τα οποία έχουμε νομίζω μιλήσει πολλές φορές.
Άρα το ζήτημα τώρα είναι ότι έχουμε πια απέναντί μας μετά από 15 χρόνια – θα έλεγα «ειδυλλιακά» εντός εισαγωγικών, γιατί από τα 44 χρόνια της μεταπολίτευσης τα 15 καλύτερα χρόνια χωρίς σημαντικά επεισόδια ήταν τα τελευταία 15 χρόνια διακυβέρνησης Ερντογάν –μια Τουρκία που μας κάνει να αναρωτηθούμε για το αν την καταλαβαίνουμε στοιχειωδώς και για το ποια είναι. Υπό την έννοια ότι έχουν βγει στην επιφάνεια όλες οι βασικές τομές που διαπερνούν την Τουρκική κοινωνία, δηλαδή η εθνικο-γλωσσική τομή, η κοινωνικο-πολιτιστική τομή, και η θρησκευτικό-δογματική τομή με τον κ. Ερντογάν να εκπροσωπεί πολιτικά σε όλες τις περιπτώσεις περίπου το 50%, έχοντας απέναντί του ένα άλλο 50% που δεν συντίθεται λόγω εσωτερικών αντιθέσεων. Όπως και να το δει κανείς. Όπως και να κόψει κανείς την πίτα των τουρκικών πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών.
Μετά δε το πραξικόπημα, στην μεταπραξικοπηματική Τουρκία, έχουν αναδειχθεί και οι τρεις μεγάλες και μόνιμες παγίδες υπό τις οποίες διατελεί η Τουρκία, δηλαδή το μεσαίο κατά κεφαλή εισόδημα που πιέζεται λόγω της δημογραφικής έκρηξης, ο δημοκρατικός αυταρχισμός, και μια περίεργη διεθνής απομόνωση καθώς η Τουρκία αναγκάζεται πια να δηλώνει αδιάφορη για την ευρωπαϊκή προοπτική. Βρίσκεται ίσως στα πρόθυρα κρίσης της σχέσης με το Συμβούλιο της Ευρώπης, ενώ βλέπουμε την προσπάθεια του ΓΓ του ΝΑΤΟ και του ΝΑΤΟ συνολικά, να διατηρήσει μια νηνεμία, ενώ βεβαίως υφέρπει ένα τεράστιο πρόβλημα στον εξαιρετισμό που διεκδικεί η Τουρκία στη σχέση της με το ΝΑΤΟ. Γιατί η Τουρκία θέλει λόγω της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας, ως η μοναδική μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ χώρα που είναι κυρίως ασιατική, να έχει ρήτρες εξαίρεσης, οι οποίες δεν προβλέπονται ρητά αλλά γίνονται αποδεκτές εν τοις πράγμασι. Και αυτό φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο κινείται σε όλα τα θέματα, με επίκεντρο βέβαια το Κουρδικό, αλλά παρακολουθούμε και την καμπύλη της σχέσης της με τη Ρωσία.
Δεν θα σας μιλήσω τώρα για το ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ, ούτε για την Αλβανία. Μπορούμε λοιπόν να θυμηθούμε ότι στον κατάλογο των επιμέρους θεμάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις όλα είναι πάνω στο τραπέζι και όλα είναι ηρτημένα. Πάντα έχουμε τον ίδιο κατάλογο:
– Χωρικά ύδατα, δικαίωμα επέκτασης στα 12 ναυτικά μίλια με επίκληση του δικαίου της Θάλασσας, και άρα το ερώτημα είναι πάντα σν η Ελλάδα θα κάνει την επιλογή της μονομερούς επέκτασης και πώς αντιμετωπίζει το casus belli που διατυπώθηκε το 1994.
– Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που ξεκίνησε ως οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και με πολύ κόπο και με πολλές δυσκολίες ορίζεται πλέον ως οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και τη ανατολική Μεσόγειο. Ας θυμηθούμε τι έχει συμβεί από τη Βέρνη το 1976 μέχρι σήμερα που συζητείται δημοσιογραφικά ακόμα και η ιδέα της μερικής επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο, με ό,τι αυτό σημαίνει εξ αντιδιαστολής για την τουρκική θεωρία των ειδικών περιστάσεων στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο μέχρι εκεί που και η Τουρκία έχει 6 ναυτικά μίλια, δηλαδή μέχρι την Αττάλεια. (Στη Μαύρη Θάλασσας η Τουρκία έχει χωρική θάλασσα 12 ναυτικών μιλίων, έχει ανακηρυγμένη ΑΟΖ, έχει οριοθετήσει την ΑΟΖ προ πολλού με πολλές χώρες και με την πρώην Σοβιετική Ένωση και με την Ρουμανία και με τη Βουλγαρία, χωρίς επίκληση ειδικών περιστάσεων.)
– Οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» ως μονομερής αμφισβήτηση, εκ μέρους της Τουρκίας, της ελληνικής κυριαρχίας επι νήσων και βράχων που ανήκουν στην ελληνική επικράτεια
– Η τουρκική αμφισβήτησητης έκτασης του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου μεταξύ 6 και 10 ν.μ.
– Τριβές ως προς τις περιοχές ευθύνης έρευνας και διάσωσης(SAR ) σε περίπτωση αφενός μεν αεροπορικών, αφετέρου δε ναυτικών ατυχημάτων, ζήτημα που αντιμετωπίζουμε με συμβατικό τρόπο ενώ τρέχει με αρκετά μεγάλη ταχύτητα η εξέλιξη σε σχέση με το EUROSUR και τις ζώνες ευθύνης των κρατών μελών της ΕΕ για την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ σε σχέση και με το ρόλο της Frontex.
-Τουρκικές αμφισβητήσεις ως προς την ρυθμιστική αρμοδιότητα της ελληνικής ΥΠΑ στο FIR Αθηνών, ενώ εξελίσσεται το σχέδιο του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Ουρανού (Single European Sky ) και των σχετικών κανονιστικών πράξεων SES 1 , 2 και 2 plus.
– Το ζήτημα των ορίων της επιχειρησιακής ευθύνης των δυο χωρών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Υπαινίχθηκα ήδη ότι έχουμε μια σημαντική αλλαγή, όπως ξέρουν πολλοί εκ των παρισταμένων εξαίρετων διπλωματών μας, μετά το 2011. Ο κ. Ι. Ζέπος μετείχε στην επιτροπή σοφών που επεξεργάστηκε τη νέα δομή. Θυμίζω ότι τότε είχαμε σημαντικές αλλαγές, λίγο πριν τη μετακίνησή μου από το υπουργείο Αμύνης στο υπουργείο Οικονομικών. Συνοπτικά θα έλεγα πως οι αλλαγές αυτές συνίστανται στην κατάργηση του αεροπορικού στρατηγείου της Σμύρνης και την αντικατάστασή του από χερσαίο στρατηγείο, στην κατάργηση των περιφερειακών CAOC και την η αντικατάστασή τους από το CAOC της Ισπανίας με σημαντική συμμετοχή Ελλήνων αξιωματικών και ως εκ τούτου στην αλλαγή του τρόπου οργάνωσης των νατοϊκών ασκήσεων. Ταυτόχρονα μπορούμε να καταγράψουμε τη συμπερίληψη της Λήμνου στο σχεδιασμό της ΚΕΠΠΑ και, με αφορμή την πρώτη επέμβαση υπό τη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, την αποδοχή ότι οι κανόνες Luns ισχύουν σε περίοδο ασκήσεων και όχι σε περίοδο πραγματικού πολέμου, όπου η συμμαχία αξιοποιεί όλα τα στοιχεία που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένης της Λήμνου και των νήσων για τις οποίες η Τουρκία προβάλλει τους γνωστούς ισχυρισμούς της περί αποστρατικοποίησης .
– Δεσμεύσεις περιοχών για πεδία βολής και διεξαγωγή ασκήσεων.
– Αβλαβείς διελεύσεις και πλόες διέλευσης σε στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας- το λέω αυτό και με αφορμή τον διεμβολισμό του περιπολικού σκάφους του λιμενικού.
– Τουρκικοί ισχυρισμοί για την αποστρατικοποίηση νησιών στους οποίο δίδεται σαφής ελληνική απάντηση.
– Αεροναυτικά ΜΟΕ.
– Ζητήματα εσωτερικής κυριαρχίας τα οποία επηρεάζουν το κλίμα χωρίς να είναι ζητήματα διμερή, όπως είναι η κατάσταση στη μουσουλμανική μειονότητα, το status του Πατριαρχείου, τα περιουσιακά δικαιώματα των ελληνικών ορθοδόξων καθιδρυμάτων, η λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και όλα τα άλλα τα οποία δεν μπορούν να υποκατασταθούν από το ελληνοτουρκικο συμβούλιο διακυβερνητικής συνεργασίας και οικονομικές ή άλλες σχέσεις, στον πιστωτικό τομέα, όπως η Finanzbank, ή στον ενεργειακό τομέα με τον TAP/ TANAP ή στο πεδίο του τουρισμού ή ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
– Και βέβαια το κορυφαίο ζήτημα της συμφωνίας ΕΕ- Τουρκίας για το προσφυγικό που συνδέεται με τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο Αφρίν και την επικείμενη ίσως Μανμπίτζ. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη αντίφαση της ρητορείας του κ. Ερντογάν ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά ότι για την Τουρκία, η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ Σεβρών και Λωζάνης είναι ότι στη Συνθήκη των Σεβρών έχουμε πρόβλεψη περί Κουρδικού κράτους, ενώ στη Συνθήκη της Λωζάνης δεν έχουμε. Πέραν του τι σημαίνει η Συνθήκη της Λωζάνης ως συνοριακή συνθήκη.
Ε. Η αποτίμηση της περιόδου 1974-2018.
Άρα ας αποτιμήσουμε την περίοδο 1974 –2018 στα ελληνοτουρκικά. Πώς λειτουργεί αυτή η περίοδος, υπέρ ή κατά; Θετικά ή αρνητικά; Βεβαίως θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουμε σημαντικές επιτυχίες στο Κυπριακό παρότι δεν λύθηκε το Κυπριακό. Έχουμε την ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Έχουμε την επιτυχή υπέρβαση της οικονομικής κρίσης. Την επιβεβαίωση της κυριαρχίας και της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και εντάσεις τώρα σε σχέση με την έρευνα και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
Στις δε στενά εννοούμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο έχουμε ένα βασικό αγαθό που είναι η αποφυγή μείζονος σύγκρουσης. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια δεν έχουμε ούτε σοβαρό θερμό επεισόδιο, αλλά τα περιορισμένα θερμά επεισόδια διαγράφουν ένα ίχνος, ένα pattern, διότι μετά από κάθε θερμό επεισόδιο έχουμε ένα moratorium και το moratorium σημαίνει αποδοχή πως δεν ασκεί η Ελλάδα τμήμα της κυριαρχίας της, κυριαρχικά δικαιώματα και διοικητικές αρμοδιότητες της, ενώ η Τουρκία δεν αναλαμβάνει καμία αντίστοιχη υποχρέωση.
Υπό την έννοια αυτή, το σημαντικότερο που έχει γίνει, σε σχέση με τα διάφορα moratoria, είναι η ψήφιση του νόμου 4001/2011 για την έρευνα των φυσικών πόρων και η προκήρυξη των ερευνών στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης, πέραν των χερσαίων, οι τριγωνικές σχέσεις με Κύπρο – Ισραήλ και με Κύπρο-Αίγυπτο και η προσπάθεια -συστηματική και επίμονη- να προωθηθούν οι οριοθετήσεις με Ιταλία και Αίγυπτο -η Λιβύη κατέστη δυστυχώς σχεδόν ασύντακτη πολιτειακά. Επίσης σημαντικό είναι, όπως μόλις σημειώσαμε, ότι αναγνωρίστηκαν περιουσιακά δικαιώματα του Πατριαρχείου και ομογενειακών ιδρυμάτων, χορηγήθηκε τουρκική ιθαγένεια σε Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά δεν έχουν λυθεί άλλα ζητήματα όπως η λειτουργία της Σχολής της Χάλκης, έως ότου φτάσαμε βέβαια στη μεγάλη κρίση με τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα, στην περαιτέρω κρίση με τους δύο στρατιωτικούς μας που κρατούνται στην Ανδριανούπολη και στη ρητορεία στην οποία αναφέρθηκα σε σχέση με τη Λοζάνη.
Δεν καταλαβαίνουμε ίσως πάντα πόσο διαφορετικές είναι οι περιφερειακές ταυτότητες της Τουρκίας, σε σχέση με τις περιφερειακές ταυτότητες της Ελλάδας. Εμείς έχουμε ένα τοπίο το οποίο είναι συγκριτικά πολύ «πολιτισμένο και ευγενές», γιατί ασχολούμαστε με την ευρωπαϊκή, τη μεσογειακή και την βαλκανική μας ταυτότητα. Η Τουρκία πρέπει να ασχοληθεί με τη θέση της μέσα στο μουσουλμανικό κόσμο, με την Ασία, με τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, με το κουρδικό, με τη Συρία, το Ιράν, το Ιράκ. Είναι μέσα στα πολεμικά μέτωπα και έως εκ τούτου δεν είμαι οπαδός της ενιαίας γεωπολιτικής προσέγγισης Ελλάδας – Τουρκίας, παρά βεβαίως τις προφανείς –ας το πούμε- συγγένειες που υπάρχουν γεωγραφικά.
Από την άποψη αυτή είναι για μένα προφανές ότι εξαντλεί εξ αντικειμένου τα όρια της η στρατηγική του Ελσίνκι, δηλαδή η πολιτική της αναμονής προκειμένου να ολοκληρωθεί η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και καθοδόν προς την πορεία αυτή ή μετά τη διαμόρφωση του νέου status, του ευρωπαϊκού, να έχουμε έναν καλύτερο συσχετισμό υπό την πίεση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης προκειμένου να λυθούν τα θέματα αυτά. Πώς να λυθούν τα θέματα αυτά; Τα θέματα αυτά σύμφωνα με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, όταν έχουν τη μορφή συνοριακής διαφοράς (εμείς αναγνωρίζουμε μόνο μία διαφορά, τη διαφορά σε σχέση με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, δεν αναγνωρίζουμε άλλη διαφορά), πρέπει να λυθούν με προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη. Το επανέλαβε ο Πρόεδρος Γιούνκερ και στην επίσκεψή του στα δυτικά Bαλκάνια. Νομίζουν ορισμένοι ότι αυτά θα διευθετηθούν, όπως λύθηκαν οι διαφορές μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού. Έχει άλλωστε πολύ μεγάλη σημασία να βλέπουμε ταυτοχρόνως και την καμπύλη του κυπριακού.
Το ζήτημα είναι ότι έχουν επανέλθει στην επιφάνεια μεγάλα στρατηγικά και ιστορικά ερωτήματα σε σχέση με την Τουρκία που δυστυχώς κανείς σχεδόν δεν είναι συνηθισμένος ή πρόθυμος να αντιμετωπίσει στην Ελλάδα. Ούτε είναι λύση ο λεγκαλισμός. Σας θυμίζω ότι στις 14 Ιανουαρίου2015, λίγο πριν από την αποχώρησή μου από το υπουργείο Εξωτερικών μετεβλήθησαν οι δηλώσεις δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και του Δικαίου της Θάλασσας στο Αμβούργο, όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά για να έχουμε συνείδηση των επιλογών μας. Να μην παρασυρθούμε, χωρίς αίσθηση της πραγματικότητας και χωρίς συνείδηση των πραττομένων, σε επιλογές οι οποίες μπορεί να είναι μείζονος σημασίας. Πρόκειται για μία ρήτρα επίγνωσης, επίγνωσης των δικών μας επιλογών.
Στ. Η σχέση χρόνου και εξωτερικής πολιτικής – μερικές προτάσεις αναστοχασμού.
Αυτό που αλλάζει κατά τη γνώμη μου ριζικά είναι η σχέση χρόνου και εξωτερικής πολιτικής στην οποία είχαμε συνηθίσει επί μισό σχεδόν αιώνα. Είχαμε μία άνεση σε σχέση με το χρόνο. Θεωρούσαμε – αυτό ήταν το αποτέλεσμα όλων των επιλογών μας, το εκ των πραγμάτων αποτέλεσμα- ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ μας. Και στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αληθεύει αυτό; Επ΄αυτού πρέπει να γίνει ένας εθνικός αναστοχασμός για τη σχέση χρόνου και εξωτερικής πολιτικής. Και υπάρχουν βασικά ερωτήματα στρατηγικής: συνεχίζουμε την πεπατημένη, ωσάν να μην έχει αλλάξει τίποτα; Βεβαίως χωρίς νευρικότητα, με νηφαλιότητα. Αυτά είναι πολύ συχνά απορία ψάλτου βηξ. Όταν ακούς δηλώσεις ότι θα αντιμετωπίσουμε τα θέματα χωρίς νευρικότητα, νηφάλια, σημαίνει ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα στρατηγικό βάθος. Θα αναληφθούν λοιπόν πρωτοβουλίες, θα γίνουν κινήσεις, τι είδους και με ποιο σκοπό; Είναι τώρα το κατάλληλο momentum για πολιτικό διάλογο που διευρύνει την ύλη; Πολύ δύσκολο. Υπάρχει η επιλογή , την οποία με απόλυτη εντιμότητα, με υψηλό πατριωτισμό, είχε διατυπώσει το 2005 ο αείμνηστος Κωστής Στεφανόπουλος να προσφύγει η Ελλάδα στη διεθνή δικαιοσύνη για όλα: Από τις γκρίζες ζώνες μέχρι την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, για τα πάντα, προκειμένου να έχουμε μία συνολική δικαστική επίλυση του καταλόγου των ελληνοτουρκικών θεμάτων, εμείς όμως αναγνωρίζουμε μία και μόνη διεθνή διαφορά.
Και πώς αυτό, όπως είπα, συνδέεται με τις εξελίξεις στην Κύπρο επί των οποίων η δυνατότητα επιρροής μας είναι μεγάλη αλλά και περιορισμένη, γιατί αυτό που έγινε το 2004 είναι ότι αναγνωρίστηκε στον Κυπριακό λαό, για πρώτη φορά, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Αυτό είναι μια συγκλονιστική μεταβολή, δεν είχε αναγνωριστεί το 1960, αναγνωρίστηκε το 2004, με το δημοψήφισμα στις δύο κοινότητες.
Άρα για να επανέλθω στα βασικά ερωτήματα, ποιες είναι οι επιλογές μας; Μία εκ των πραγμάτων κατευναστική πολιτική η οποία διαχειρίζεται την καθημερινότητα; Όχι βέβαια, αυτό μπορεί να έχει ολέθριες επιπτώσεις. Σκληρότερη στάση σε κάθε αεροναυτική και γενικότερη πρόκληση; Αυτό χρειάζεται στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς, απόλυτη αίσθηση για το ποια θα είναι η επόμενη κίνηση. Όξυνση της αντιδικίας στο ΝΑΤΟ; Δεν νομίζω ότι έχουμε πολύ καλή εμπειρία σε αυτό. Επένδυση των προσδοκιών μας σε μία αμερικανική παρέμβαση κατά τα πρότυπα του 1996; Σε μία ευρωπαϊκή παρέμβαση; Σε μία ενεργό διεθνή μεσολάβηση που σημαίνει πολιτική διαβούλευση; Σε μέτρα πίεσης του τύπου εμπάργκο; Επάνοδο σε μία εξοπλιστική κούρσα πιο έξυπνη, όπου δεν θα αγοράζουμε πανάκριβα οπλικά συστήματα, αλλά πιο φτηνά και πιο λειτουργικά ; Αυτό όμως προϋποθέτει έμψυχο δυναμικό και διάθεση ανάληψης θανατηφόρου κινδύνου. Θα πρέπει να τοποθετηθούμε μετά σε μια μιά σειρά από στρατηγικά διλήμματα: επιλογή πρώτου χτυπήματος ή ανταποδοτικού χτυπήματος, εκτίμηση της απειλής σε δύο μέτωπα, σε τρία μέτωπα κοκ. Πρέπει να αρχίσεις να συζητάς με άλλον τρόπο, για άλλα θέματα. Τι άλλο; Επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 νμ ή ανακήρυξη της ΑΟΖ χωρίς προγενέστερη διαβούλευση που αφορά την οριοθέτηση; Τι σημαίνουν τα θερμά επεισόδια και η εκτόνωση τους; Πώς έχουν λειτουργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό είναι το θεμελιώδες ζήτημα.
Η εύκολη και προφανής απάντηση είναι ότι έχουμε μία σταθερή θέση ευρωπαϊκή, δυτική, εταιρική με τις ΗΠΑ. Ότι στρατηγική επιλογή της Ελλάδας είναι η διαφύλαξη της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή και ο σεβασμός των υφιστάμενων συνόρων. Ότι διαθέτουμε την στρατιωτική ισχύ και την εθνική βούληση που μας επιτρέπει να υπερασπιστούμε αποτελεσματικά την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Πατρίδας. Ότι είμαστε πάντοτε έτοιμοι για τους επόμενους γύρους διερευνητικών επαφών για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και τα ΜΟΕ. Αλλά αυτά δεν αρκούν. Αυτές είναι οι παράμετροι μιας αποτελεσματικής αποτρεπτικής πολιτικής που δεν οδηγεί όμως στην υπέρβαση της χρόνιας κατάστασης που περιγράψαμε ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Χρειάζεται συνολική ιστορική αξιολόγηση των θερμών επεισοδίων, συνολική ιστορική αξιολόγηση των διεθνών δικαιοδοτικών μηχανισμών, ενημέρωση και συνειδητοποίηση της ειδικής και γενικής κοινής γνώμης, χρειάζεται εσωτερικό μέτωπο, χρειάζονται προϋποθέσεις συναίνεσης, χρειάζεται ένας εθνικός κώδικας συνεννόησης που δεν υπάρχει. Αντιθέτως ακυρώνονται, υπονομεύονται και ευτελίζονται οι προϋποθέσεις της εθνικής συναίνεσης. Και βέβαια χρειάζεται να καλλιεργηθεί μια σύγχρονη αντίληψη για τον πραγματικό πατριωτισμό, εάν θέλουμε να αντισταθούμε στα ανεξέλεγκτα κύματα του εθνικολαϊκισμού, που βλέπουμε δυστυχώς ότι αναβλύζουν με ευκολία.-
* Ομιλία στην ομότιτλη εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοιχτή Κοινωνία, στον Πολυχώρο του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, την Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018. Συντονιστής ο Πρόεδρος της Κίνησης Πολιτών, Πρέσβης ε.τ., κ. Ιωάννης-Αλέξιος Ζέπος